ξαγνάντεμα

ξαγνάντεμα
το, -ατος
η παρατήρηση από μακριά, το να διακρίνει κανείς κάτι από μακριά: Το ξαγνάντεμα σαν να το ξέμαθα των ολάνοιχτων τόπων (Παλαμάς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξαγνάντεμα — το [ξαγναντεύω] 1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά 2. τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”